3,252,772
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὠφελέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. αʹ <i>ὠφέλησα</i>, παρακ. <i>-ηκα</i>, υπερσ. <i>ὠφελήκη</i>· Παθ. μέλ. <i>ὠφεληθήσομαι</i> και μέλ. Μέσ. στην Παθ. [[φωνή]], με Παθ. [[σημασία]], <i>ὠφελήσομαι</i>, Παθ. αόρ. αʹ <i>ὠφελήθην</i>, παρακ. <i>ὠφέλημαι</i>, γʹ ενικ. υπερσ. <i>ὠφέλητο</i> ([[ὄφελος]]).<br /><b class="num">I.</b> [[βοηθώ]], [[υποστηρίζω]], [[συντρέχω]], συνδράμω,<br /><b class="num">1.</b> απόλ., είμαι [[χρήσιμος]] ή [[ωφέλιμος]] σε κάποιον· <i>τὰ μηδὲν ὠφελοῦντα</i>, σε Αισχύλ.· <i>οὐδὲν ὠφελεῖ</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[κυρίως]] με αιτ. προσ., όπως το Λατ. juvare, είμαι [[ωφέλιμος]] σε κάποιον, τον [[ωφελώ]], σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· <i>ὠφελῶ τινα ἔς τι</i>, [[ωφελώ]] κάποιον σε κάποιο [[πράγμα]], σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> σπανιότερα, στους ποιητές [[κυρίως]], με δοτ. προσ., όπως το Λατ. [[prodesse]], σε Τραγ., Αντιφ.<br /><b class="num">4.</b> σε [[μία]] [[περίπτωση]] συντάσσεται με γεν., <i>οὐδεὶς ἔρωτος τοῦδ' ἐφαίνετ' ὠφελῶν</i>, [[κανένας]] δεν εμφανίστηκε για να βοηθήσει προς αυτή την [[επιθυμία]], σε Σοφ.<br /><b class="num">5.</b> με σύστ. αιτ., <i>ὠφέλειαν ὠφελῶ τινα</i>, [[παρέχω]] σε κάποιον [[βοήθεια]], σε Πλάτ.· με την [[ίδια]] [[σημασία]] με ουδ. επιθ., [[οὐδέν]] τινα ὠφελῶ, δεν [[παρέχω]] καμία [[βοήθεια]] σε κάποιον, σε Ηρόδ.· [[πολλά]], [[πλέον]], <i>πλεῖστον</i>, ὡς [[πλεῖστα]], <i>ὠφελῶ τινα</i>, σε Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., βοηθούμαι, [[δηλαδή]] [[λαμβάνω]] [[βοήθεια]], [[συνδρομή]] ή [[προστασία]], [[κερδίζω]] όφελος ή πλεονεκτήματα· [[πρός]] τινος, από [[πρόσωπο]] ή [[πράγμα]], σε Ηρόδ.· <i>ἔκ τινος</i>, σε Αισχύλ.· ἀπό τινος, σε Θουκ.· [[ὑπό]] ή [[παρά]] τινος, σε Πλάτ.· με μτχ., ὠφελεῖσθαι [[ἰδών]], ωφελούμαι από την όψη ενός πράγματος, σε Θουκ.· με ουδ. επιθ., <i>οὐδὲν ὠφελουμένη</i>, σε Σοφ. | |lsmtext='''ὠφελέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. αʹ <i>ὠφέλησα</i>, παρακ. <i>-ηκα</i>, υπερσ. <i>ὠφελήκη</i>· Παθ. μέλ. <i>ὠφεληθήσομαι</i> και μέλ. Μέσ. στην Παθ. [[φωνή]], με Παθ. [[σημασία]], <i>ὠφελήσομαι</i>, Παθ. αόρ. αʹ <i>ὠφελήθην</i>, παρακ. <i>ὠφέλημαι</i>, γʹ ενικ. υπερσ. <i>ὠφέλητο</i> ([[ὄφελος]]).<br /><b class="num">I.</b> [[βοηθώ]], [[υποστηρίζω]], [[συντρέχω]], συνδράμω,<br /><b class="num">1.</b> απόλ., είμαι [[χρήσιμος]] ή [[ωφέλιμος]] σε κάποιον· <i>τὰ μηδὲν ὠφελοῦντα</i>, σε Αισχύλ.· <i>οὐδὲν ὠφελεῖ</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[κυρίως]] με αιτ. προσ., όπως το Λατ. juvare, είμαι [[ωφέλιμος]] σε κάποιον, τον [[ωφελώ]], σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· <i>ὠφελῶ τινα ἔς τι</i>, [[ωφελώ]] κάποιον σε κάποιο [[πράγμα]], σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> σπανιότερα, στους ποιητές [[κυρίως]], με δοτ. προσ., όπως το Λατ. [[prodesse]], σε Τραγ., Αντιφ.<br /><b class="num">4.</b> σε [[μία]] [[περίπτωση]] συντάσσεται με γεν., <i>οὐδεὶς ἔρωτος τοῦδ' ἐφαίνετ' ὠφελῶν</i>, [[κανένας]] δεν εμφανίστηκε για να βοηθήσει προς αυτή την [[επιθυμία]], σε Σοφ.<br /><b class="num">5.</b> με σύστ. αιτ., <i>ὠφέλειαν ὠφελῶ τινα</i>, [[παρέχω]] σε κάποιον [[βοήθεια]], σε Πλάτ.· με την [[ίδια]] [[σημασία]] με ουδ. επιθ., [[οὐδέν]] τινα ὠφελῶ, δεν [[παρέχω]] καμία [[βοήθεια]] σε κάποιον, σε Ηρόδ.· [[πολλά]], [[πλέον]], <i>πλεῖστον</i>, ὡς [[πλεῖστα]], <i>ὠφελῶ τινα</i>, σε Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., βοηθούμαι, [[δηλαδή]] [[λαμβάνω]] [[βοήθεια]], [[συνδρομή]] ή [[προστασία]], [[κερδίζω]] όφελος ή πλεονεκτήματα· [[πρός]] τινος, από [[πρόσωπο]] ή [[πράγμα]], σε Ηρόδ.· <i>ἔκ τινος</i>, σε Αισχύλ.· ἀπό τινος, σε Θουκ.· [[ὑπό]] ή [[παρά]] τινος, σε Πλάτ.· με μτχ., ὠφελεῖσθαι [[ἰδών]], ωφελούμαι από την όψη ενός πράγματος, σε Θουκ.· με ουδ. επιθ., <i>οὐδὲν ὠφελουμένη</i>, σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὠφελέω:''' (fut. pass. ὠφελήσομαι и ὠφεληθήσομαι) оказывать помощь, помогать, приносить пользу, pass. получать помощь, извлекать пользу: ὠ. τινα и τινι Thuc., Xen., Trag., Arph., Arst. оказывать помощь, быть полезным кому-л.; ὠ. τι, εἴς и πρός τι Thuc., Xen., Plat. помогать, приносить пользу в чем-л.; οὐδὲν ὠφελούμενος Soph. без всякой для себя пользы; οὐδεὶς ἔρωτος τοῦδ᾽ ἐφαίνετ᾽ ὠφελῶν Soph. никто не явился, чтобы помочь (мне) в этом стремлении; ὠφέλειαν ὠ. τὸ [[κοινόν]] Plat. приносить пользу общему делу; ὠφελεῖσθαι πρός, [[παρά]], [[ἀπό]], ἔκ и [[ὑπό]] τινος Her., Thuc., Xen., Plat. etc. получать помощь от кого(чего)-л., пользоваться чьими-л. услугами, извлекать из кого(чего)-л. пользу (выгоду); ὅ τις ἂν ἰδὼν ὠφεληθείη Thuc. нечто, чем мог бы воспользоваться тот, кто увидел бы (это); (ἡ [[χώρα]]), δι᾽ ἣν ἡ Ἀττικὴ ὠφελεῖται Thuc. страна, из которой Аттика извлекает выгоды. | |||
}} | }} |