Anonymous

μεταβλητός: Difference between revisions

From LSJ
3
(24)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[μεταβλητός]], -ή, -όν) [[μεταβάλλω]]<br />αυτός που υπόκειται σε [[μεταβολή]] ή που μπορεί να μεταβληθεί<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η μεταβλητή</i><br /><b>μαθημ.</b> μια [[ποσότητα]] η οποία μπορεί να παίρνει διάφορες τιμές (α. «ανεξάρτητη μεταβλητή» β. «εξαρτημένη μεταβλητή» γ. «τυχαία μεταβλητή»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «μεταβλητοί αστέρες»<br /><b>αστρον.</b> αστέρες η [[λαμπρότητα]] τών οποίων φαίνεται να μεταβάλλεται [[σημαντικά]] με την πάροδο του χρόνου.
|mltxt=-ή, -ό (Α [[μεταβλητός]], -ή, -όν) [[μεταβάλλω]]<br />αυτός που υπόκειται σε [[μεταβολή]] ή που μπορεί να μεταβληθεί<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η μεταβλητή</i><br /><b>μαθημ.</b> μια [[ποσότητα]] η οποία μπορεί να παίρνει διάφορες τιμές (α. «ανεξάρτητη μεταβλητή» β. «εξαρτημένη μεταβλητή» γ. «τυχαία μεταβλητή»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «μεταβλητοί αστέρες»<br /><b>αστρον.</b> αστέρες η [[λαμπρότητα]] τών οποίων φαίνεται να μεταβάλλεται [[σημαντικά]] με την πάροδο του χρόνου.
}}
{{elru
|elrutext='''μεταβλητός:''' поддающийся изменению, изменчивый Arst., Plut., Sext.
}}
}}