3,277,700
edits
(4) |
(2) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐξαπαρτάομαι:''' Παθ., κρεμιέμαι από ή πάνω σε, με γεν., σε Λουκ. | |lsmtext='''ἐξαπαρτάομαι:''' Παθ., κρεμιέμαι από ή πάνω σε, με γεν., σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐξαπαρτάομαι:''' быть подвешенным, висеть ([[μετέωρος]] ἐξαπηρτημένος Luc. - v. l. ἐξηρτημένος). | |||
}} | }} |