3,276,932
edits
(5) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κατακτάομαι:''' μέλ. <i>-κτήσομαι</i>, αποθ., [[αποκτώ]] εντελώς για τον εαυτό μου, [[κατακτώ]], και στους ιστορικούς χρόνους, έχω υπό την πλήρη [[κατοχή]] μου, σε Σοφ. κ.λπ. | |lsmtext='''κατακτάομαι:''' μέλ. <i>-κτήσομαι</i>, αποθ., [[αποκτώ]] εντελώς για τον εαυτό μου, [[κατακτώ]], και στους ιστορικούς χρόνους, έχω υπό την πλήρη [[κατοχή]] μου, σε Σοφ. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατακτάομαι:''' (fut. κατακτήσομαι, aor. κατεκτησάμην; aor. pass. κατεκτήθην) приобретать, завладевать (τὴν [[ἀρχήν]] Arst.; τὴν οἰκουμένην Plut.); в истор. врем. обладать, владеть ([[κράτος]], [[νοῦν]] τινα Soph.; πλούτους Isocr.; βίον διπλοῦν Plat.; χῶραν Polyb.; ἡγεμονίαν Plut.). | |||
}} | }} |