Anonymous

ἀβουκόλητος: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀβουκόλητος:''' -ον ([[βουκολέω]]), [[αποίμαντος]], αυτός που δεν επιτηρείται από τσοπάνη· μεταφ., [[απαρατήρητος]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἀβουκόλητος:''' -ον ([[βουκολέω]]), [[αποίμαντος]], αυτός που δεν επιτηρείται από τσοπάνη· μεταφ., [[απαρατήρητος]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀβουκόλητος:''' досл. неохраняемый, перен. незамеченный, оставленный без внимания: ἀβουκόλητον τοῦτ᾽ ἐμῷ φρονήματι Aesch. мне это безразлично.
}}
}}