Anonymous

προκήδομαι: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προκήδομαι:''' αποθ., μόνο σε ενεστ., [[φροντίζω]] για κάποιον, [[σκέφτομαι]], [[μεριμνώ]] για κάποιον, <i>τινος</i>, σε Αισχύλ., Σοφ.
|lsmtext='''προκήδομαι:''' αποθ., μόνο σε ενεστ., [[φροντίζω]] για κάποιον, [[σκέφτομαι]], [[μεριμνώ]] για κάποιον, <i>τινος</i>, σε Αισχύλ., Σοφ.
}}
{{elnl
|elnltext=προ-κήδομαι zorg dragen voor, met gen.
}}
}}