Anonymous

ἐκτυλίσσω: Difference between revisions

From LSJ
2
(11)
(2)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[ξετυλίγω]] (AM [[ἐκτυλίσσω]])<br />[[ξετυλίγω]], [[ξεδιπλώνω]]<br />[[αναπτύσσω]] [[κάτι]] τυλιγμένο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>εκτυλίσσομαι</i><br />(για αλληλοεξαρτημένα γεγονότα) αναπτύσσομαι, εξελίσσομαι, [[παρουσιάζω]] διαδοχικές φάσεις.
|mltxt=και [[ξετυλίγω]] (AM [[ἐκτυλίσσω]])<br />[[ξετυλίγω]], [[ξεδιπλώνω]]<br />[[αναπτύσσω]] [[κάτι]] τυλιγμένο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>εκτυλίσσομαι</i><br />(για αλληλοεξαρτημένα γεγονότα) αναπτύσσομαι, εξελίσσομαι, [[παρουσιάζω]] διαδοχικές φάσεις.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκτῠλίσσω:''' развивать, развертывать (τὰν ἕλικα Plat.).
}}
}}