Anonymous

ὁμόγλωσσος: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὁμόγλωσσος:''' -ον, Αττ. -ττος ([[γλῶσσα]]), αυτός που μιλάει την [[ίδια]] [[γλώσσα]], σε Ηρόδ.· <i>τινι</i>, με κάποιον, στον ίδ., Ξεν.
|lsmtext='''ὁμόγλωσσος:''' -ον, Αττ. -ττος ([[γλῶσσα]]), αυτός που μιλάει την [[ίδια]] [[γλώσσα]], σε Ηρόδ.· <i>τινι</i>, με κάποιον, στον ίδ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ὁμόγλωσσος:''' атт. [[ὁμόγλωττος]] 2 одноязычный, говорящий на том же языке Her., Xen., Plut.: [[σφίσι]] ὁμόγλωσσοι Her. говорящие на одном с ними языке.
}}
}}