3,277,206
edits
(19) |
(nl) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[καταπληκτικός]], -ή, -όν) [[κατάπληκτος]]<br /><b>1.</b> αυτός που προξενεί [[κατάπληξη]], [[εκπληκτικός]], [[απίστευτος]], [[αφάνταστος]]<br /><b>2.</b> [[τρομερός]], [[φοβερός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καταπληκτικά</i> και <i>καταπληκτικώς</i> (AM καταπληκτικώς)<br /><b>νεοελλ.</b><br />με καταπληκτικό τρόπο, εκπληκτικά, αφάνταστα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />με [[κατάπληξη]], με θαυμασμό. | |mltxt=-ή, -ό (AM [[καταπληκτικός]], -ή, -όν) [[κατάπληκτος]]<br /><b>1.</b> αυτός που προξενεί [[κατάπληξη]], [[εκπληκτικός]], [[απίστευτος]], [[αφάνταστος]]<br /><b>2.</b> [[τρομερός]], [[φοβερός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καταπληκτικά</i> και <i>καταπληκτικώς</i> (AM καταπληκτικώς)<br /><b>νεοελλ.</b><br />με καταπληκτικό τρόπο, εκπληκτικά, αφάνταστα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />με [[κατάπληξη]], με θαυμασμό. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=καταπληκτικός -ή -όν, adj. verb. van καταπλήσσω, afschrikwekkend:. ὥστε... καταπληκτικὴν τὴν ὄψιν εἶναι zodat de aanblik schrikwekkend was Plut. Lyc. 22.5; ὀγκώμενος μάλα τραχὺ καὶ καταπληκτικόν heel ruw en afschrikwekkend brullend Luc. 28.22. | |||
}} | }} |