Anonymous

καταπληκτικός: Difference between revisions

From LSJ
nl
(19)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[καταπληκτικός]], -ή, -όν) [[κατάπληκτος]]<br /><b>1.</b> αυτός που προξενεί [[κατάπληξη]], [[εκπληκτικός]], [[απίστευτος]], [[αφάνταστος]]<br /><b>2.</b> [[τρομερός]], [[φοβερός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καταπληκτικά</i> και <i>καταπληκτικώς</i> (AM καταπληκτικώς)<br /><b>νεοελλ.</b><br />με καταπληκτικό τρόπο, εκπληκτικά, αφάνταστα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />με [[κατάπληξη]], με θαυμασμό.
|mltxt=-ή, -ό (AM [[καταπληκτικός]], -ή, -όν) [[κατάπληκτος]]<br /><b>1.</b> αυτός που προξενεί [[κατάπληξη]], [[εκπληκτικός]], [[απίστευτος]], [[αφάνταστος]]<br /><b>2.</b> [[τρομερός]], [[φοβερός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καταπληκτικά</i> και <i>καταπληκτικώς</i> (AM καταπληκτικώς)<br /><b>νεοελλ.</b><br />με καταπληκτικό τρόπο, εκπληκτικά, αφάνταστα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />με [[κατάπληξη]], με θαυμασμό.
}}
{{elnl
|elnltext=καταπληκτικός -ή -όν, adj. verb. van καταπλήσσω, afschrikwekkend:. ὥστε... καταπληκτικὴν τὴν ὄψιν εἶναι zodat de aanblik schrikwekkend was Plut. Lyc. 22.5; ὀγκώμενος μάλα τραχὺ καὶ καταπληκτικόν heel ruw en afschrikwekkend brullend Luc. 28.22.
}}
}}