Anonymous

ἐπαναδιπλάζω: Difference between revisions

From LSJ
2
(12)
(2)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπαναδιπλάζω]] και ποιητ. τ. έπανδιπλάζω (AM)<br />[[ξαναρωτώ]] («τῶν δ' εἴ τί σοι ψελλόν τε καὶ δυσεύρετον ἐπανδίπλαζε και σαφῶς ἐκμάνθανε», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ανά</i> <span style="color: red;">+</span> [[διπλάζω]] ([[παράλληλος]] συντετμημένος τ. του [[διπλασιάζω]])].
|mltxt=[[ἐπαναδιπλάζω]] και ποιητ. τ. έπανδιπλάζω (AM)<br />[[ξαναρωτώ]] («τῶν δ' εἴ τί σοι ψελλόν τε καὶ δυσεύρετον ἐπανδίπλαζε και σαφῶς ἐκμάνθανε», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ανά</i> <span style="color: red;">+</span> [[διπλάζω]] ([[παράλληλος]] συντετμημένος τ. του [[διπλασιάζω]])].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπαναδῐπλάζω:''' Aesch. = [[ἐπανδιπλάζω]].
}}
}}