Anonymous

ἀπονοστέω: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπονοστέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[επιστρέφω]], [[γυρίζω]] στην [[πατρίδα]] μου, <i>ἂψ ἀπονοστήσειν</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· [[ἀπονοστέω]] [[ὀπίσω]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἀπονοστέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[επιστρέφω]], [[γυρίζω]] στην [[πατρίδα]] μου, <i>ἂψ ἀπονοστήσειν</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· [[ἀπονοστέω]] [[ὀπίσω]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπονοστέω:''' возвращаться к себе, приходить домой (ἄψ Hom.; [[ἀπό]] τινος Hes.; εἰς τόπον Pind., Her.; ἐπ᾽ οἴκον Thuc.; χθονός Eur.; [[οἴκαδε]] Plut.; ἀπονοστῆσαι διὰ τὴν δυσχωρίαν Xen.).
}}
}}