Anonymous

προστυγχάνω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προστυγχάνω:''' μέλ. -[[τεύξομαι]], [[αποκτώ]] [[μερίδιο]] από [[κάτι]], με γεν., σε Σοφ.· με δοτ., [[πετυχαίνω]], [[συναντώ]] τυχαία, [[βρίσκω]] στην [[τύχη]], σε Πλάτ.· <i>ὁ προστυγχάνων</i>, <i>ὁ προστυχών</i>, ο [[πρώτος]] [[άνθρωπος]] που συναντά [[κάποιος]], ο [[πρώτος]] που παρουσιάζεται, ο [[πρώτος]] [[τυχών]], στον ίδ.· τὰ προστυχόντα [[ξένια]], [[τροφή]] που προσφέρεται σε κάποιον επισκέπτη, σε Ευρ.
|lsmtext='''προστυγχάνω:''' μέλ. -[[τεύξομαι]], [[αποκτώ]] [[μερίδιο]] από [[κάτι]], με γεν., σε Σοφ.· με δοτ., [[πετυχαίνω]], [[συναντώ]] τυχαία, [[βρίσκω]] στην [[τύχη]], σε Πλάτ.· <i>ὁ προστυγχάνων</i>, <i>ὁ προστυχών</i>, ο [[πρώτος]] [[άνθρωπος]] που συναντά [[κάποιος]], ο [[πρώτος]] που παρουσιάζεται, ο [[πρώτος]] [[τυχών]], στον ίδ.· τὰ προστυχόντα [[ξένια]], [[τροφή]] που προσφέρεται σε κάποιον επισκέπτη, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''προστυγχάνω:''' (fut. προστεύξομαι, aor. 2 προσέτυχον)<br /><b class="num">1)</b> случаться, приключаться: ὁ προστυγχάνων или ὁ [[προστυχών]] Thuc., Plat. первый встречный, любой; τὸ προστυχόν Plat. случай, случайность; ἐκ τοῦ προστυχόντος Plut. случайным образом; τὰ προστυχόντα [[ξένια]] Eur. какое-л. угощение;<br /><b class="num">2)</b> встречать(ся), наталкиваться: προστυγχάνοντα [[ἑκάστοτε]] ἑκάστοις Plat. при всяком столкновении каждого (предмета) с каждым (другим); ὕδατι π. Plat. (при рытье земли) обнаружить воду;<br /><b class="num">3)</b> получать, обретать: π. τῶν ἴσων Soph. получать справедливую награду.
}}
}}