3,277,300
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χῐονόχρως:''' -ωτος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[δέρμα]] [[λευκό]] σαν το [[χιόνι]], [[χιονόλευκος]], λέγεται για κύκνο, σε Ευρ. | |lsmtext='''χῐονόχρως:''' -ωτος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[δέρμα]] [[λευκό]] σαν το [[χιόνι]], [[χιονόλευκος]], λέγεται για κύκνο, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χιονόχρως:''' χρωτος adj. белоснежный: χ. κύκνου πτερῷ Eur. сверкая белизной лебединого оперения. | |||
}} | }} |