Anonymous

χιονόχρως: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χῐονόχρως:''' -ωτος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[δέρμα]] [[λευκό]] σαν το [[χιόνι]], [[χιονόλευκος]], λέγεται για κύκνο, σε Ευρ.
|lsmtext='''χῐονόχρως:''' -ωτος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[δέρμα]] [[λευκό]] σαν το [[χιόνι]], [[χιονόλευκος]], λέγεται για κύκνο, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''χιονόχρως:''' χρωτος adj. белоснежный: χ. κύκνου πτερῷ Eur. сверкая белизной лебединого оперения.
}}
}}