Anonymous

καλλώπισμα: Difference between revisions

From LSJ
nl
(5)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καλλώπισμα:''' τό, [[στολισμός]], [[κόσμημα]], [[διακόσμηση]], [[εξωραϊσμός]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''καλλώπισμα:''' τό, [[στολισμός]], [[κόσμημα]], [[διακόσμηση]], [[εξωραϊσμός]], σε Πλάτ.
}}
{{elnl
|elnltext=καλλώπισμα -ατος, τό [καλλωπίζω] versiering, ornament:; χρυσᾶ καλλωπίσματα gouden ornamenten Plut. Lyc. 9.5; overdr.: τὰ καλλωπίσματα de schone schijn Plat. Grg. 492c; ἕν γάρ τι καὶ τοῦτο τῶν ἄλλων καλλωπισμάτων αὐταῖς δοκει want ook dat vinden zij (de vrouwen) één van hun pronkstukken (dat zij cultureel ontwikkeld zijn) Luc. 36.36.
}}
}}