3,274,831
edits
(5) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καλλώπισμα:''' τό, [[στολισμός]], [[κόσμημα]], [[διακόσμηση]], [[εξωραϊσμός]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''καλλώπισμα:''' τό, [[στολισμός]], [[κόσμημα]], [[διακόσμηση]], [[εξωραϊσμός]], σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=καλλώπισμα -ατος, τό [καλλωπίζω] versiering, ornament:; χρυσᾶ καλλωπίσματα gouden ornamenten Plut. Lyc. 9.5; overdr.: τὰ καλλωπίσματα de schone schijn Plat. Grg. 492c; ἕν γάρ τι καὶ τοῦτο τῶν ἄλλων καλλωπισμάτων αὐταῖς δοκει want ook dat vinden zij (de vrouwen) één van hun pronkstukken (dat zij cultureel ontwikkeld zijn) Luc. 36.36. | |||
}} | }} |