3,273,742
edits
(3) |
(1) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπολαμβάνω:''' μέλ. -[[λήψομαι]], Ιων. -[[λάμψομαι]]· Αττ. παρακ. <i>-είληφα</i>· αόρ. βʹ <i>ἀπ-έλᾰβον</i> — Παθ. παρακ. <i>-είλημμαι</i>, Ιων. -[[λέλαμμαι]]· αόρ. αʹ <i>-ελήφθην</i>, Ιων. <i>-ελάμφθην</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[λαμβάνω]] ή [[δέχομαι]] από κάποιον, [[παρά]] τινος, σε Θουκ.· [[λαμβάνω]] ό,τι μου οφείλεται, <i>μισθόν</i>, σε Ηρόδ., Ξεν.· [[ἀπολαμβάνω]] ὅρκους, [[δέχομαι]] τους όρκους που μου προσφέρνται, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[λαμβάνω]] από, [[παίρνω]] [[μερίδιο]] ενός πράγματος, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[ακούω]] ή [[μαθαίνω]], Λατ. [[accipio]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[λαμβάνω]] [[πίσω]], [[ανακτώ]], [[επανακτώ]], [[κερδίζω]] [[ξανά]], [[ανορθώνω]], <i>τὴν [[τυραννίδα]]</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> έχω [[δικαίωμα]] να απαιτήσω και να [[λάβω]], [[ἀπολαμβάνω]] λόγον, σε Αισχίν.<br /><b class="num">III.</b> [[παίρνω]] ή [[οδηγώ]] κατ' ιδίαν ή κατά [[μέρος]], [[ξεμοναχιάζω]], [[ἀπολαμβάνω]] τινὰ μοῦνον, σε Ηρόδ.· <i>ἀπολαβὼν σκόπει</i>, σκέψου το ξεχωριστά, σε Πλάτ.<br /><b class="num">IV.</b>[[αποκλείω]], [[παρεμποδίζω]], [[περιορίζω]], [[σταματώ]], σε Ηρόδ.· [[ἀπολαμβάνω]] τείχει, [[αποκλείω]] με την [[ανέγερση]] τείχους, σε Θουκ. — Παθ., παρεμποδίζομαι ή [[μένω]] αποκλεισμένος εξαιτίας των δυσμενών, των εναντίων ανέμων, σε Ηρόδ. | |lsmtext='''ἀπολαμβάνω:''' μέλ. -[[λήψομαι]], Ιων. -[[λάμψομαι]]· Αττ. παρακ. <i>-είληφα</i>· αόρ. βʹ <i>ἀπ-έλᾰβον</i> — Παθ. παρακ. <i>-είλημμαι</i>, Ιων. -[[λέλαμμαι]]· αόρ. αʹ <i>-ελήφθην</i>, Ιων. <i>-ελάμφθην</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[λαμβάνω]] ή [[δέχομαι]] από κάποιον, [[παρά]] τινος, σε Θουκ.· [[λαμβάνω]] ό,τι μου οφείλεται, <i>μισθόν</i>, σε Ηρόδ., Ξεν.· [[ἀπολαμβάνω]] ὅρκους, [[δέχομαι]] τους όρκους που μου προσφέρνται, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[λαμβάνω]] από, [[παίρνω]] [[μερίδιο]] ενός πράγματος, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[ακούω]] ή [[μαθαίνω]], Λατ. [[accipio]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[λαμβάνω]] [[πίσω]], [[ανακτώ]], [[επανακτώ]], [[κερδίζω]] [[ξανά]], [[ανορθώνω]], <i>τὴν [[τυραννίδα]]</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> έχω [[δικαίωμα]] να απαιτήσω και να [[λάβω]], [[ἀπολαμβάνω]] λόγον, σε Αισχίν.<br /><b class="num">III.</b> [[παίρνω]] ή [[οδηγώ]] κατ' ιδίαν ή κατά [[μέρος]], [[ξεμοναχιάζω]], [[ἀπολαμβάνω]] τινὰ μοῦνον, σε Ηρόδ.· <i>ἀπολαβὼν σκόπει</i>, σκέψου το ξεχωριστά, σε Πλάτ.<br /><b class="num">IV.</b>[[αποκλείω]], [[παρεμποδίζω]], [[περιορίζω]], [[σταματώ]], σε Ηρόδ.· [[ἀπολαμβάνω]] τείχει, [[αποκλείω]] με την [[ανέγερση]] τείχους, σε Θουκ. — Παθ., παρεμποδίζομαι ή [[μένω]] αποκλεισμένος εξαιτίας των δυσμενών, των εναντίων ανέμων, σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπολαμβάνω:''' (fut. [[ἀπολήψομαι]] - ион. ἀπολάμψομαι, aor. 2 ἀπέλαβον, pf. [[ἀπείληφα]])<br /><b class="num">1)</b> получать взамен (μισθόν Her., Xen., Plut.; [[χάριν]] Xen., Plut.; ὅρκους Aeschin.; ἔπαινον Plut.): τὸ κάλλιστον [[τέλος]] ἀπολαβεῖν Plut. умереть прекраснейшей смертью;<br /><b class="num">2)</b> получать обратно, отвоевывать (τὴν τυραννίδα Her.; τὴν ἡγεμονίαν Isocr.; πόλεις Polyb.);<br /><b class="num">3)</b> отводить в сторону (τινὰ [[μόνον]] Arph.; med. NT): οὐ κατὰ [[ὅλον]], ἀλλ᾽ ἀπολαβὼν [[μέρος]] Plat. не в целом, а в отдельно взятой части; ὑπ᾽ ἀνέμων ἀπολαμφθέντες Her. занесенные ветрами;<br /><b class="num">4)</b> брать, захватывать (τι Thuc., Polyb.);<br /><b class="num">5)</b> охватывать, окружать (τείχει Thuc.; ἀπολαμφθέντες [[πάντοθεν]] Her.);<br /><b class="num">6)</b> задерживать (ἀπολαμφθέντες ὑπ᾽ ἀπλοίας Thuc.): ἀ. τὴν ἀναπνοήν τινος Plut. душить кого-л.; χειμῶνι ἀποληφθείς Dem. застигнутый непогодой. | |||
}} | }} |