3,276,932
edits
(3) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀποδειδίσσομαι:''' γʹ ενικ. Επικ. παρατ. <i>-δειδίσσετο</i>, αποθ., [[προξενώ]] φόβο, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''ἀποδειδίσσομαι:''' γʹ ενικ. Επικ. παρατ. <i>-δειδίσσετο</i>, αποθ., [[προξενώ]] φόβο, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀποδειδίσσομαι:''' отпугивать (Hom. - in tmesi). | |||
}} | }} |