Anonymous

μαγεύς: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μᾰγεύς:''' -έως, ὁ ([[μάσσω]]), αυτός που ζυμώνει [[ψωμί]], σε Ανθ.
|lsmtext='''μᾰγεύς:''' -έως, ὁ ([[μάσσω]]), αυτός που ζυμώνει [[ψωμί]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''μᾰγεύς:''' έως adj. m стирающий, вытирающий ([[σπόγγος]] Anth.).
}}
}}