Anonymous

ἄβροχος: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄβροχος:''' -ον ([[βρέχω]]), αυτός που δεν είναι βρεγμένος, που δεν έχει [[υγρασία]], [[στεγνός]], σε Αισχίν.· [[άνυδρος]], σε Ευρ.
|lsmtext='''ἄβροχος:''' -ον ([[βρέχω]]), αυτός που δεν είναι βρεγμένος, που δεν έχει [[υγρασία]], [[στεγνός]], σε Αισχίν.· [[άνυδρος]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄβροχος:''' <b class="num">1)</b> неорошенный, безводный или засушливый (πεδία Eur.);<br /><b class="num">2)</b> не окунутый в воду, сухой ([[μόλιβος]] Anth.): [[μία]] μοι [[ἄγκυρα]] [[ἔτι]] ἄ. погов. Luc. есть у меня еще один сухой якорь, т. е. еще одно неиспробованное средство; ἄβροχον διαβιβάζειν στρατόν Luc. переправить войско по-суху;<br /><b class="num">3)</b> не впадающий в море ([[ὕδωρ]] = Ἀλφειὸς [[ποταμός]] Anth.).
}}
}}