3,274,919
edits
(5) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''περιπλᾰνάομαι:'''<b class="num">1.</b> Παθ., περιφέρομαι εδώ και [[εκεί]] σε έναν [[τόπο]], με αιτ., σε Ηρόδ.· μεταφ., [[πέφτω]] χυτά γύρω από, [[γλιστρώ]] [[ελαφρά]], όπως το [[δέρμα]] του λιονταριού γύρω από τον Ηρακλή, σε Πίνδ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[περιπλανώμαι]], [[ταῦτα]] περιπλανῶμαι, βρίσκομαι σε [[κατάσταση]] αβεβαιότητας, σε Ξεν. | |lsmtext='''περιπλᾰνάομαι:'''<b class="num">1.</b> Παθ., περιφέρομαι εδώ και [[εκεί]] σε έναν [[τόπο]], με αιτ., σε Ηρόδ.· μεταφ., [[πέφτω]] χυτά γύρω από, [[γλιστρώ]] [[ελαφρά]], όπως το [[δέρμα]] του λιονταριού γύρω από τον Ηρακλή, σε Πίνδ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[περιπλανώμαι]], [[ταῦτα]] περιπλανῶμαι, βρίσκομαι σε [[κατάσταση]] αβεβαιότητας, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=περιπλανάομαι [περί, πλάνη] ronddwalen; overdr. omwegen maken:. ταῦτα περιπλανώμεθα die omwegen maken wij Xen. Cyr. 1. 3.5. | |||
}} | }} |