Anonymous

φιλότης: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φῐλότης:''' -ητος, ἡ ([[φίλος]]), [[φιλία]], [[αγάπη]], [[στοργή]], σε Όμηρ. κ.λπ.· [[φιλότης]] τινός, [[στοργή]] για, σε Ομήρ. Οδ.· διὰτὴν [[λίαν]] φιλότητα βροτῶν, από τη φοβερή [[αγάπη]] του για τους ανθρώπους, σε Αισχύλ.· ὦ [[φιλότης]], = <i>ὦ φίλε</i>, φίλε μου, σε Πλάτ.
|lsmtext='''φῐλότης:''' -ητος, ἡ ([[φίλος]]), [[φιλία]], [[αγάπη]], [[στοργή]], σε Όμηρ. κ.λπ.· [[φιλότης]] τινός, [[στοργή]] για, σε Ομήρ. Οδ.· διὰτὴν [[λίαν]] φιλότητα βροτῶν, από τη φοβερή [[αγάπη]] του για τους ανθρώπους, σε Αισχύλ.· ὦ [[φιλότης]], = <i>ὦ φίλε</i>, φίλε μου, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''φῐλότης:''' ητος ἡ<br /><b class="num">1)</b> дружба, привязанность: φιλότητί τινος Hom. из дружбы к кому-л.; φιλότητα τέμνειν Hom. заключить дружбу;<br /><b class="num">2)</b> дружеский прием, радушие (φιλότητος ἁπάσης [[τυχεῖν]] [[παρά]] τινος Hom.);<br /><b class="num">3)</b> любовь: [[Ἄρεος]] φ. Ἀφροδίτης Hom. любовь Арея к Афродите; φιλότητι [[ὁμωθῆναι]] или μιγάζεσθαι и ἐν φιλότητι μίσγεσθαι Hom. сочетаться любовью, вступить в любовную связь;<br /><b class="num">4)</b> (в обращении) друг мой, милый (ὦ φ. Plat., Luc.).
}}
}}