Anonymous

μισθωτός: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μισθωτός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που κάνει [[κάτι]] [[έναντι]] μισθού, σε Ηρόδ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., [[μισθωτός]] [[εργάτης]], [[μισθωτός]] [[υπηρέτης]], σε Αριστοφ.· λέγεται για στρατιώτες, στον πληθ., <i>μισθοφόροι</i>, σε Ηρόδ., Θουκ.
|lsmtext='''μισθωτός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που κάνει [[κάτι]] [[έναντι]] μισθού, σε Ηρόδ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., [[μισθωτός]] [[εργάτης]], [[μισθωτός]] [[υπηρέτης]], σε Αριστοφ.· λέγεται για στρατιώτες, στον πληθ., <i>μισθοφόροι</i>, σε Ηρόδ., Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''μισθωτός:''' <b class="num">1)</b> нанятый, наемный (ἐπίκουροι Plat.);<br /><b class="num">2)</b> арендованный (οἰκίαι Xen.).<br /><b class="num">II</b> ὁ<br /><b class="num">1)</b> наемный слуга, работник Plat., NT;<br /><b class="num">2)</b> наемный воин, наемник Her., Thuc.;<br /><b class="num">3)</b> наймит, агент (Φιλίππου Dem.).
}}
}}