Anonymous

ἀρεσκεύομαι: Difference between revisions

From LSJ
1b
(6)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀρεσκεύομαι]] (Α) [[άρεσκος]]<br />[[προσπαθώ]] να γίνω [[αρεστός]] με [[κάθε]] τρόπο, [[γίνομαι]] [[δουλοπρεπής]].
|mltxt=[[ἀρεσκεύομαι]] (Α) [[άρεσκος]]<br />[[προσπαθώ]] να γίνω [[αρεστός]] με [[κάθε]] τρόπο, [[γίνομαι]] [[δουλοπρεπής]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀρεσκεύομαι:''' (ᾰρ) угодничать, подлаживаться (κολακείαις Plut.).
}}
}}