3,271,244
edits
(45) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἡ, ΜΑ<br />το παχύ [[δέρμα]], η [[δορά]] παχύδερμων ζώων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[δέρμα]] ορισμένων ψαριών<br /><b>2.</b> το [[κέλυφος]] της χελώνας<br /><b>3.</b> το ανθρώπινο [[δέρμα]]<br /><b>4.</b> [[ένδυμα]] από [[χοιρινό]] [[δέρμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], η λ. <i>φορ</i>-<i>ίνη</i> ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>ghw</i><i>ō</i><i>r</i>- της ΙΕ ρίζας <i>ghw</i><i>ē</i><i>r</i>- «άγριο ζώο» (<b>βλ. λ.</b> <i>θήρ</i>, για το βραχύ [[φωνήεν]] του τ. [[φορίνη]], <b>πρβλ.</b> λατ. <i>fĕrus</i>) και αποτελεί ουσιαστικοποιημένο τ. του θηλ. ενός επιθ. <i>φόρινος</i>, [[κατά]] [[παράλειψη]] του ουσ. σε φρ., όπως [[φορίνη]] [[χροιά]] ή [[φορίνη]] [[δορά]], με σημ. «[[δέρμα]] άγριου ζώου» (για το [[επίθημα]] -<i>ινος</i>, -<i>ίνη</i>, <b>πρβλ.</b> <i>πύξ</i>-<i>ινος</i>, <i>ῥητ</i>-<i>ίνη</i>). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. [[πρέπει]] να αναχθεί στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>bher</i>- «[[στέκομαι]] [[ψηλά]], [[κράσπεδο]], [[άκρη]]» και να συνδεθεί με το αρχ. ισλδ. <i>borkr</i> και το γερμ. <i>Borke</i> με σημ. «[[φλοιός]], [[κόρα]], [[τσόφλι]]», τα οποία προέρχονται από [[ρίζα]] <i>bhreĝ</i>- (επεκταμένη, με -<i>g</i>-, [[μορφή]] της ΙΕ ρίζας <i>bher</i>-)]. | |mltxt=ἡ, ΜΑ<br />το παχύ [[δέρμα]], η [[δορά]] παχύδερμων ζώων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[δέρμα]] ορισμένων ψαριών<br /><b>2.</b> το [[κέλυφος]] της χελώνας<br /><b>3.</b> το ανθρώπινο [[δέρμα]]<br /><b>4.</b> [[ένδυμα]] από [[χοιρινό]] [[δέρμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], η λ. <i>φορ</i>-<i>ίνη</i> ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>ghw</i><i>ō</i><i>r</i>- της ΙΕ ρίζας <i>ghw</i><i>ē</i><i>r</i>- «άγριο ζώο» (<b>βλ. λ.</b> <i>θήρ</i>, για το βραχύ [[φωνήεν]] του τ. [[φορίνη]], <b>πρβλ.</b> λατ. <i>fĕrus</i>) και αποτελεί ουσιαστικοποιημένο τ. του θηλ. ενός επιθ. <i>φόρινος</i>, [[κατά]] [[παράλειψη]] του ουσ. σε φρ., όπως [[φορίνη]] [[χροιά]] ή [[φορίνη]] [[δορά]], με σημ. «[[δέρμα]] άγριου ζώου» (για το [[επίθημα]] -<i>ινος</i>, -<i>ίνη</i>, <b>πρβλ.</b> <i>πύξ</i>-<i>ινος</i>, <i>ῥητ</i>-<i>ίνη</i>). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. [[πρέπει]] να αναχθεί στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>bher</i>- «[[στέκομαι]] [[ψηλά]], [[κράσπεδο]], [[άκρη]]» και να συνδεθεί με το αρχ. ισλδ. <i>borkr</i> και το γερμ. <i>Borke</i> με σημ. «[[φλοιός]], [[κόρα]], [[τσόφλι]]», τα οποία προέρχονται από [[ρίζα]] <i>bhreĝ</i>- (επεκταμένη, με -<i>g</i>-, [[μορφή]] της ΙΕ ρίζας <i>bher</i>-)]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φορίνη:''' (ῑ) ἠ кожа, одежда из (свиной) шкуры (φορίνην παχεῖαν φέρειν Plut.). | |||
}} | }} |