Anonymous

δειλός: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δειλός:''' -ή, -όν ([[δέος]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[φοβιτσιάρης]], [[άνανδρος]], [[άτολμος]], [[μικρόψυχος]], σε Ομήρ. Ιλ.· από όπου, [[φαύλος]], [[πρόστυχος]], [[μηδαμινός]], [[ουτιδανός]], στο ίδ.· [[δειλός]] τινος, με το φόβο του..., σε Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> [[άθλιος]], [[ατυχής]], [[ταλαίπωρος]], [[δόλιος]], [[δυστυχής]], σε Όμηρ.· με τη [[σημασία]] της συμπάθειας, όπως το Λατ. [[miser]], <i>δειλοὶ βροτοί</i>, κακόμοιροι, δυστυχισμένοι θνητοί! <i>ἆ δειλέ</i>, κακομοίρη! δυστυχή! <i>ἆ δειλοί</i>, δυστυχισμένοι! κακόμοιροι! στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, [[άθλιος]], [[ελεεινός]], [[ποταπός]], [[ευτελής]], σε Ησίοδ., Σοφ.
|lsmtext='''δειλός:''' -ή, -όν ([[δέος]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[φοβιτσιάρης]], [[άνανδρος]], [[άτολμος]], [[μικρόψυχος]], σε Ομήρ. Ιλ.· από όπου, [[φαύλος]], [[πρόστυχος]], [[μηδαμινός]], [[ουτιδανός]], στο ίδ.· [[δειλός]] τινος, με το φόβο του..., σε Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> [[άθλιος]], [[ατυχής]], [[ταλαίπωρος]], [[δόλιος]], [[δυστυχής]], σε Όμηρ.· με τη [[σημασία]] της συμπάθειας, όπως το Λατ. [[miser]], <i>δειλοὶ βροτοί</i>, κακόμοιροι, δυστυχισμένοι θνητοί! <i>ἆ δειλέ</i>, κακομοίρη! δυστυχή! <i>ἆ δειλοί</i>, δυστυχισμένοι! κακόμοιροι! στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, [[άθλιος]], [[ελεεινός]], [[ποταπός]], [[ευτελής]], σε Ησίοδ., Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''δειλός:''' <b class="num">1)</b> робкий, боязливый, трусливый (Hom., Hes., Eur., Thuc., Plat., Arst., Plut.; πρός τι Plut. и τινος или ποιεῖν τι Anth.);<br /><b class="num">2)</b> жалкий, несчастный (βροτοί Hom.; [[γῆρας]] Hes.; νέκυες Theocr.);<br /><b class="num">3)</b> презренный, низкий (δ. τε καὶ [[οὐτιδανός]] Hom.; δειλῶν τε καὶ ἐσθλῶν [[τέκμαρ]] Hes.; κέρδη Soph.).
}}
}}