Anonymous

κατακολλάω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(6_23)
(2b)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατακολλάω''': κολλῶ ἐπί τινος, [[ποικίλλω]] ἐγκολλῶν, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 205Β. 2) συγκολλῶ, Ἀριστ. Προβλ. 9. 1· [[συνδέω]] στενῶς, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 783.
|lstext='''κατακολλάω''': κολλῶ ἐπί τινος, [[ποικίλλω]] ἐγκολλῶν, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 205Β. 2) συγκολλῶ, Ἀριστ. Προβλ. 9. 1· [[συνδέω]] στενῶς, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 783.
}}
{{elru
|elrutext='''κατακολλάω:''' склеивать(ся) (ᾠὰ κατακολλῶντα Arst.).
}}
}}