Anonymous

βαθυπώγων: Difference between revisions

From LSJ
1b
(7)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βαθυπώγων]], ο (Α)<br />αυτός που έχει [[πυκνά]] [[γενιά]].
|mltxt=[[βαθυπώγων]], ο (Α)<br />αυτός που έχει [[πυκνά]] [[γενιά]].
}}
{{elru
|elrutext='''βαθυπώγων:''' ωνος adj. длиннобородый или обросший густой бородой Plut., Luc., Diod.
}}
}}