3,277,206
edits
(4) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ζηλότῠπος:''' -ον ([[τύπτω]]), αυτός που ζηλεύει, ζηλιάρης, [[φθονερός]], σε Αριστοφ. σε Ανθ. | |lsmtext='''ζηλότῠπος:''' -ον ([[τύπτω]]), αυτός που ζηλεύει, ζηλιάρης, [[φθονερός]], σε Αριστοφ. σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=ζηλότυπος -ον [ζῆλος, τύπτω] jaloers:. σφόδρα ζηλότυπος ὁ νεανίσκος ἦν de jongeman was heel jaloers Aristoph. Pl. 1016; χερῶν ζηλοτύπων δύναμιν de kracht van mijn handen die door jaloezie worden bewogen AP 5.151.8. | |||
}} | }} |