Anonymous

προπηλακίζω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προπηλᾰκίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i> (από πῆλαξ = [[πηλός]])·<br /><b class="num">I.</b> [[λασπώνω]], [[επιχρίω]] με [[λάσπη]] ή [[καλύπτω]] με [[λάσπη]]· μεταφ., [[συμπεριφέρομαι]] υβριστικά, [[προσβάλλω]] αισχρά, <i>τινά</i>, σε Σοφ., Θουκ. κ.λπ. — Παθ., <i>ἰδὼν προπεπηλακισμένην</i> (<i>τὴν φιλοσοφίαν</i>), σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ. πράγμ., [[εξυβρίζω]] καποιον για κάποιο [[πράγμα]], σε Δημ.
|lsmtext='''προπηλᾰκίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i> (από πῆλαξ = [[πηλός]])·<br /><b class="num">I.</b> [[λασπώνω]], [[επιχρίω]] με [[λάσπη]] ή [[καλύπτω]] με [[λάσπη]]· μεταφ., [[συμπεριφέρομαι]] υβριστικά, [[προσβάλλω]] αισχρά, <i>τινά</i>, σε Σοφ., Θουκ. κ.λπ. — Παθ., <i>ἰδὼν προπεπηλακισμένην</i> (<i>τὴν φιλοσοφίαν</i>), σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ. πράγμ., [[εξυβρίζω]] καποιον για κάποιο [[πράγμα]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''προπηλᾰκίζω:''' <b class="num">1)</b> досл. забрасывать грязью, перен. втаптывать в грязь, помыкать, презирать, оскорблять (τινά Soph.; λόγοις ἢ ἔργοις Plat.; ὑπὸ πάντων προπηλακιζόμενος Lys.);<br /><b class="num">2)</b> грубо попрекать (π. πενίαν Dem.).
}}
}}