Anonymous

εὐκταῖος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐκταῖος:''' -α, -ον ([[εὔχομαι]]),·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που ταιριάζει ή ανήκει σε [[προσευχή]], [[αναθηματικός]], σε Αισχύλ., Αριστοφ.· αφοσιωμένος, σε Ευρ.· <i>εὐκταῖα</i>, <i>τά</i>, αναθηματικές προσφορές, αφιερώματα, τάματα, προσευχές, σε Αισχύλ., Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τους θεούς, αυτούς που επικαλείται [[κάποιος]] μέσω προσευχής, σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> [[επιθυμητός]], σε Ανθ.
|lsmtext='''εὐκταῖος:''' -α, -ον ([[εὔχομαι]]),·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που ταιριάζει ή ανήκει σε [[προσευχή]], [[αναθηματικός]], σε Αισχύλ., Αριστοφ.· αφοσιωμένος, σε Ευρ.· <i>εὐκταῖα</i>, <i>τά</i>, αναθηματικές προσφορές, αφιερώματα, τάματα, προσευχές, σε Αισχύλ., Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τους θεούς, αυτούς που επικαλείται [[κάποιος]] μέσω προσευχής, σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> [[επιθυμητός]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐκταῖος:''' <b class="num">1)</b> желательный, желанный, вожделенный (τὸ [[καθόλου]] ἀγαθόν Plut.; [[ἠώς]], [[λιμήν]] Anth.; οὐ [[τοῦτο]] εὐκταῖον Plat.);<br /><b class="num">2)</b> культ. торжественно провозглашенный (по обету), сопровождаемый обетами (εὐχαί Arph.): εὐκταία [[χάρις]] Aesch. исполнение заветного желания; [[πατρόθεν]] εὐκταία [[φάτις]] Aesch. отцовское проклятие;<br /><b class="num">3)</b> призываемый в молитвах ([[θεός]], [[Θέμις]] Eur.).
}}
}}