Anonymous

ζώμευμα: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ζώμευμα:''' -ατος, τό, [[ζωμός]], [[σούπα]]· <i>ζωμεύματα</i>, λέγεται [[χάριν]] αστειότητας αντί ὑποζώματα [[νεώς]], (βλ. τη [[λέξη]] «<b>[[ὑπόζωμα]]</b>»), σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ζώμευμα:''' -ατος, τό, [[ζωμός]], [[σούπα]]· <i>ζωμεύματα</i>, λέγεται [[χάριν]] αστειότητας αντί ὑποζώματα [[νεώς]], (βλ. τη [[λέξη]] «<b>[[ὑπόζωμα]]</b>»), σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ζώμευμα:''' ατος τό отвар, суп (Arph. - ирон. по созвучию с [[ὑπόζωμα]]).
}}
}}