Anonymous

ἀντέπειμι: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀντέπειμι:''' ([[εἶμι]] [[ibo]]), [[εξορμώ]], [[συναντώ]] εξερχόμενο εχθρό, με δοτ. ή απόλ., σε Θουκ.
|lsmtext='''ἀντέπειμι:''' ([[εἶμι]] [[ibo]]), [[εξορμώ]], [[συναντώ]] εξερχόμενο εχθρό, με δοτ. ή απόλ., σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντέπειμι:''' идти навстречу (наступающему), контратаковать (τινί Thuc., Polyb.).
}}
}}