Anonymous

ἄοκνος: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄοκνος:''' -ον, αυτός που δεν έχει δισταγμό ή ενδοιασμό, [[αποφασιστικός]], [[ακαταπόνητος]], [[ακατάβλητος]], [[εργατικός]], [[ακούραστος]], [[φιλόπονος]], σε Ησίοδ., Σοφ., Θουκ.
|lsmtext='''ἄοκνος:''' -ον, αυτός που δεν έχει δισταγμό ή ενδοιασμό, [[αποφασιστικός]], [[ακαταπόνητος]], [[ακατάβλητος]], [[εργατικός]], [[ακούραστος]], [[φιλόπονος]], σε Ησίοδ., Σοφ., Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄοκνος:''' деятельный, энергичный, быстрый, неутомимый ([[ἀνήρ]] Hes.; [[φύλαξ]] Soph.; [[προθυμία]] Thuc.; τινος Soph. и πρός τι или ἔν τινι Plut.).
}}
}}