Anonymous

συγγηθέω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συγγηθέω:''' παρακ. -[[γέγηθα]], [[χαίρομαι]] μαζί με κάποιον, <i>τινί</i>, σε Ευρ.
|lsmtext='''συγγηθέω:''' παρακ. -[[γέγηθα]], [[χαίρομαι]] μαζί με κάποιον, <i>τινί</i>, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''συγγηθέω:''' радоваться вместе, разделять (чью-л.) радость: [[ὅστις]] μὴ ξυγγέγηθε καὶ ξυνωδίνει κακοῖς Eur. кто не разделил (чьих-л.) ни радостей, ни горя.
}}
}}