Anonymous

διασκώπτω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(9)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διασκώπτω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[σκώπτω]] επανειλημμένως κάποιον<br /><b>2.</b> (-ομαι) [[ανταλλάσσω]] σκώμματα με κάποιον.
|mltxt=[[διασκώπτω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[σκώπτω]] επανειλημμένως κάποιον<br /><b>2.</b> (-ομαι) [[ανταλλάσσω]] σκώμματα με κάποιον.
}}
{{elnl
|elnltext=δια-σκώπτω grappen uitwisselen, pass.: ταῦτα … οὕτω διεσκώπτετο zo werden over en weer deze grappen gemaakt Xen. Cyr. 8.4.23.
}}
}}