Anonymous

εὐαγγελιστής: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - " N. T." to " N.T."
(2b)
m (Text replacement - " N. T." to " N.T.")
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=evaggelistis
|Transliteration C=evaggelistis
|Beta Code=eu)aggelisth/s
|Beta Code=eu)aggelisth/s
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">bringer of good tidings</b>: hence, <b class="b2">evangelist, preacher of the gospel</b>, Act.Ap.21.8. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">proclaimer of oracular messages</b>, IG12(1).675 (Rhodes).</span>
|Definition=εὐαγγελιστοῦ, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[bringer of good tidings]]: hence, [[evangelist]], [[preacher of the gospel]], Act.Ap.21.8.<br><span class="bld">II</span> [[proclaimer of oracular messages]], IG12(1).675 (Rhodes).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1054.png Seite 1054]] ὁ, der Verkündiger froher Botschaft, der Evangelist, N. T., K. S.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1054.png Seite 1054]] ὁ, der Verkündiger froher Botschaft, der Evangelist, [[NT|N.T.]], K. S.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> [[qui annonce de bonnes nouvelles]];<br /><b>2</b> [[qui prêche la bonne nouvelle]], [[évangéliste]].<br />'''Étymologie:''' [[εὐαγγελίζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐαγγελιστής:''' οῦ ὁ [[возвещающий благую весть]], [[евангелист]] NT.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐαγγελιστής''': -οῦ, ὁ, ὁ Φέρων καλὰς ἀγγελίας: 1) κήρυξ τοῦ Εὐαγγελίου, Πράξ. Ἀποστ. κα΄, 8, Ἐπιστ. Παύλ. π. Ἐφέσ. δ΄, 11, π. Τιμόθ. Β΄, δ΄. 5, κτλ. 2) Εὐαγγελιστής, συγγραφεὺς ἑνὸς τῶν τεσσάρων Εὐαγγελίων· περὶ τῶν τεσσάρων εὐαγγελιστῶν Ματθαίου, Μάρκου, Λουκᾶ καὶ Ἰωάννου. 3) μετωνυμ. = [[εὐαγγέλιον]], Εὐχολόγ. σ. 54.
|lstext='''εὐαγγελιστής''': -οῦ, ὁ, ὁ Φέρων καλὰς ἀγγελίας: 1) κήρυξ τοῦ Εὐαγγελίου, Πράξ. Ἀποστ. κα΄, 8, Ἐπιστ. Παύλ. π. Ἐφέσ. δ΄, 11, π. Τιμόθ. Β΄, δ΄. 5, κτλ. 2) Εὐαγγελιστής, συγγραφεὺς ἑνὸς τῶν τεσσάρων Εὐαγγελίων· περὶ τῶν τεσσάρων εὐαγγελιστῶν Ματθαίου, Μάρκου, Λουκᾶ καὶ Ἰωάννου. 3) μετωνυμ. = [[εὐαγγέλιον]], Εὐχολόγ. σ. 54.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> qui annonce de bonnes nouvelles;<br /><b>2</b> qui prêche la bonne nouvelle, évangéliste.<br />'''Étymologie:''' [[εὐαγγελίζω]].
}}
}}
{{eles
{{eles
Line 26: Line 29:
}}
}}
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=εὐαγγελιστοῦ, ὁ ([[εὐαγγελίζω]]), a Biblical and ecclesiastical [[word]], a [[bringer]] of [[good]] [[tidings]], an evangelist (Vulg. evangelista). This [[name]] is given in the N. T. to those heralds of [[salvation]] [[through]] Christ [[who]] are [[not]] apostles: B. D. [[under]] the [[word]] Smith's Bible Dictionary, Evangelist.)  
|txtha=εὐαγγελιστοῦ, ὁ ([[εὐαγγελίζω]]), a Biblical and ecclesiastical [[word]], a [[bringer]] of [[good]] [[tidings]], an evangelist (Vulg. evangelista). This [[name]] is given in the [[NT|N.T.]] to those heralds of [[salvation]] [[through]] Christ [[who]] are [[not]] apostles: B. D. [[under]] the [[word]] Smith's Bible Dictionary, Evangelist.)
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. ευαγγελίστρια (ΑΜ [[εὐαγγελιστής]], θηλ. [[εὐαγγελίστρια]]) [[ευαγγελίζομαι]]<br />[[κάθε]] [[ένας]] από τους συγγραφείς τών τεσσάρων ιερών Ευαγγελίων, τα οποία περιέχονται στον κανόνα της Καινής Διαθήκης (δηλ. οι απόστολοι Ματθαίος, Μάρκος, Λουκάς και Ιωάννης)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στον ευαγγελικό [[κλάδο]] του δόγματος τών Διαμαρτυρομένων, του οποίου οι οπαδοί απορρίπτουν την [[παράδοση]] και παραδέχονται ως μόνη [[πηγή]] της χριστιανικής πίστεως τα Ευαγγέλια, ο Ευαγγελικός<br /><b>2.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>η Ευαγγελίστρια</i> και [[Βαγγελίστρα]]<br />η [[Παναγία]] Θεοτόκος<br /><b>μσν.</b><br />[[διάκονος]] ή [[ιερέας]] που διαβάζει το Ευαγγέλιο ή τον Απόστολο στην [[εκκλησία]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός ή αυτή που φέρνει καλές ειδήσεις, χαρμόσυνες αγγελίες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κηρύσσει το Ευαγγέλιο («[[ἔργον]] ποίησον εὐαγγελιστοῡ», ΚΔ)<br /><b>2.</b> αυτός που μαντεύει, που εξαγγέλλει χρησμούς<br /><b>3.</b> <b>συνεκδ.</b> το Ευαγγέλιο.
|mltxt=ο, θηλ. ευαγγελίστρια (ΑΜ [[εὐαγγελιστής]], θηλ. [[εὐαγγελίστρια]]) [[ευαγγελίζομαι]]<br />[[κάθε]] [[ένας]] από τους συγγραφείς τών τεσσάρων ιερών Ευαγγελίων, τα οποία περιέχονται στον κανόνα της Καινής Διαθήκης (δηλ. οι απόστολοι Ματθαίος, Μάρκος, Λουκάς και Ιωάννης)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στον ευαγγελικό [[κλάδο]] του δόγματος τών Διαμαρτυρομένων, του οποίου οι οπαδοί απορρίπτουν την [[παράδοση]] και παραδέχονται ως μόνη [[πηγή]] της χριστιανικής πίστεως τα Ευαγγέλια, ο Ευαγγελικός<br /><b>2.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>η Ευαγγελίστρια</i> και [[Βαγγελίστρα]]<br />η [[Παναγία]] Θεοτόκος<br /><b>μσν.</b><br />[[διάκονος]] ή [[ιερέας]] που διαβάζει το Ευαγγέλιο ή τον Απόστολο στην [[εκκλησία]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός ή αυτή που φέρνει καλές ειδήσεις, χαρμόσυνες αγγελίες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κηρύσσει το Ευαγγέλιο («[[ἔργον]] ποίησον εὐαγγελιστοῦ», ΚΔ)<br /><b>2.</b> αυτός που μαντεύει, που εξαγγέλλει χρησμούς<br /><b>3.</b> <b>συνεκδ.</b> το Ευαγγέλιο.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐαγγελιστής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που φέρνει καλές ειδήσεις, [[νέα]], [[ευαγγελιστής]], [[συγγραφέας]], [[κήρυκας]] του Ευαγγελίου, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''εὐαγγελιστής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που φέρνει καλές ειδήσεις, [[νέα]], [[ευαγγελιστής]], [[συγγραφέας]], [[κήρυκας]] του Ευαγγελίου, σε Καινή Διαθήκη
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''εὐαγγελιστής:''' οῦ возвещающий благую весть, евангелист NT.
|mdlsjtxt=[[εὐαγγελιστής]], οῦ,<br />the [[bringer]] of [[good]] [[tidings]], an evangelist, preacher of the gospel, NTest. [from [[εὐάγγελος]]
}}
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':(eÙagelist»j 由-昂給利士帖士<br />'''詞類次數''':名詞(3)<br />'''原文字根''':好-信息(者)<br />'''字義溯源''':福音傳布者,傳福音的,傳道的;源自([[εὐαγγελίζω]])=宣告好消息);由([[εὖ]] / [[εὖγε]])=好)與([[ἄγγελος]])=使者)組成;其中 ([[εὖ]] / [[εὖγε]])出自([[εὐρύχωρος]])X*=善,美),而 ([[ἄγγελος]])出自([[ἀγγελία]])X*=帶來消息)。所有使徒都是傳福音的,但不是每一個傳福音的都是使徒。基督賞賜人各種恩賜,其中一種是:傳福音的( 弗4:11);就如:傳福音的腓利( 徒21:8)。保羅也勸勉提摩太,要作傳福音的工作(和合本:傳道的工夫; 提後4:5)<br />'''出現次數''':總共(3);徒(1);弗(1);提後(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 傳福音的(2) 弗4:11; 提後4:5;<br />2) 傳福音(1) 徒21:8
}}
{{elmes
|esmgtx=[[evangelista]] ref. a S. Juan εὔχεσθε πρεσβίας ... τοῦ ἁγίου καὶ ἐνδόξου ἀποστόλου καὶ εὐαγγελιστοῦ καὶ θεολόγου Ἰωάννου <b class="b3">suplicad la intercesión del santo y glorioso apóstol y evangelista y teólogo Juan</b> C 5b 45 C 12 4
}}
}}