Anonymous

ἰοβολέω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἰοβολέω:''' [ῑ], [[ρίχνω]] βέλη, [[τοξεύω]], [[εκτοξεύω]], [[εξακοντίζω]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ἰοβολέω:''' [ῑ], [[ρίχνω]] βέλη, [[τοξεύω]], [[εκτοξεύω]], [[εξακοντίζω]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἰοβολέω:''' (ῑ) пускать стрелы, стрелять (ἐς κραδίην τινός Anth.).
}}
}}