Anonymous

φθίω: Difference between revisions

From LSJ
1,065 bytes added ,  31 December 2018
4b
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φθίω:''' [ῑ], παρατ. <i>ἔφθιον</i>, πιο [[συνήθης]] [[τύπος]] [[φθίνω]] [ῐ], παρατ. <i>ἔφθῐνον</i>· για μέλ. και αόρ. αʹ, βλ. απαρ. βʹ — Μέσ., μέλ. φθίσομαι [ῑ] — Παθ., γʹ πληθ. Παθ. αόρ. <i>ἔφθῐθεν</i>· παρακ. <i>ἔφθιμαι</i>, <i>ἔφθιται</i>, υπερσ. ἐφθίμην [ῐ], χρησιμ. επίσης ως αόρ. βʹ <i>ἔφθῐσο</i>, <i>ἔφθῐτο</i>, Επικ. γʹ πληθ. [[ἐφθίατο]], γʹ ενικ. προστ. <i>φθίσθω</i>, Επικ. υποτ. <i>φθίεται</i> (αντί του <i>-ηται</i>), <i>φθιόμεθα</i> (αντί του <i>-ώμεθα</i>), ευκτ. <i>-φθίμην</i>, [[φθῖτο]], απαρ. [[φθῖσθαι]], μτχ. [[φθίμενος]]· δεν υπάρχει [[διαφορά]] στη [[σημασία]] [[ανάμεσα]] σε Ενεργ. και Παθ.,<br /><b class="num">I. 1.</b> φθείρομαι, ελαττώνομαι, μειώνομαι, λέγεται για το χρόνο, [[πρίν]] κεν νὺξ [[φθῖτο]] (ευκτ. Παθ. αορ. βʹ) [[προτού]] η [[νύχτα]] φτάσει στο [[τέλος]], σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, τῆς [[νῦν]] φθιμένης νυκτός, σε Σοφ.· <i>φθίνουσιν νύκτες τε καὶ ἤματα</i>, χάνονται ή παρέρχονται, σε Ομήρ. Οδ.· [[μηδέ]] σοι αἰὼν φθινέτω, μην αφήνεις την [[ζωή]] να χάνεται (φθείρεται), στο ίδ.· ομοίως λέγεται στον υπολογισμό των μηνών, <i>μηνῶν φθινόντων</i>, στη [[χάση]] του φεγγαριού, δηλ. κοντά στο [[τέλος]] των μηνών, σε Ομήρ. Οδ.· <i>μὴν φθίνων</i>, το [[τέλος]] του [[μήνα]], βλ. [[ἵστημι]] Β. III. 3.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τα αστέρια, [[δύω]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για ανθρώπους, [[χάνομαι]], μαραίνομαι, φθείρομαι, σε Όμηρ., Ευρ.· χρησιμοποιείται για πράγματα, [[χάνομαι]], εξαφανίζομαι, σε Σοφ.· ομοίως, σε Παθ., <i>αὐτὸς φθίεται</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· [[ἤδη]] φθίσονται, σε Όμηρ.· [[συχνά]] με μτχ., [[φθίμενος]], πεθαμένος, [[νεκρός]], σε Όμηρ.· <i>φθίμενοι</i>, νεκροί, <i>φθιμένοισι μετείην</i>, σε Ομήρ. Οδ., σε Τραγ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., σε μέλ. φθίσω [ῑ], αόρ. αʹ <i>ἔφθῑσα</i>, κάνω να καταστραφεί ή να χαθεί, [[καταστρέφω]], [[αφανίζω]], σε Όμηρ.· [[άπαξ]], σε Αισχύλ. φθίσας [ῐ].
|lsmtext='''φθίω:''' [ῑ], παρατ. <i>ἔφθιον</i>, πιο [[συνήθης]] [[τύπος]] [[φθίνω]] [ῐ], παρατ. <i>ἔφθῐνον</i>· για μέλ. και αόρ. αʹ, βλ. απαρ. βʹ — Μέσ., μέλ. φθίσομαι [ῑ] — Παθ., γʹ πληθ. Παθ. αόρ. <i>ἔφθῐθεν</i>· παρακ. <i>ἔφθιμαι</i>, <i>ἔφθιται</i>, υπερσ. ἐφθίμην [ῐ], χρησιμ. επίσης ως αόρ. βʹ <i>ἔφθῐσο</i>, <i>ἔφθῐτο</i>, Επικ. γʹ πληθ. [[ἐφθίατο]], γʹ ενικ. προστ. <i>φθίσθω</i>, Επικ. υποτ. <i>φθίεται</i> (αντί του <i>-ηται</i>), <i>φθιόμεθα</i> (αντί του <i>-ώμεθα</i>), ευκτ. <i>-φθίμην</i>, [[φθῖτο]], απαρ. [[φθῖσθαι]], μτχ. [[φθίμενος]]· δεν υπάρχει [[διαφορά]] στη [[σημασία]] [[ανάμεσα]] σε Ενεργ. και Παθ.,<br /><b class="num">I. 1.</b> φθείρομαι, ελαττώνομαι, μειώνομαι, λέγεται για το χρόνο, [[πρίν]] κεν νὺξ [[φθῖτο]] (ευκτ. Παθ. αορ. βʹ) [[προτού]] η [[νύχτα]] φτάσει στο [[τέλος]], σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, τῆς [[νῦν]] φθιμένης νυκτός, σε Σοφ.· <i>φθίνουσιν νύκτες τε καὶ ἤματα</i>, χάνονται ή παρέρχονται, σε Ομήρ. Οδ.· [[μηδέ]] σοι αἰὼν φθινέτω, μην αφήνεις την [[ζωή]] να χάνεται (φθείρεται), στο ίδ.· ομοίως λέγεται στον υπολογισμό των μηνών, <i>μηνῶν φθινόντων</i>, στη [[χάση]] του φεγγαριού, δηλ. κοντά στο [[τέλος]] των μηνών, σε Ομήρ. Οδ.· <i>μὴν φθίνων</i>, το [[τέλος]] του [[μήνα]], βλ. [[ἵστημι]] Β. III. 3.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τα αστέρια, [[δύω]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για ανθρώπους, [[χάνομαι]], μαραίνομαι, φθείρομαι, σε Όμηρ., Ευρ.· χρησιμοποιείται για πράγματα, [[χάνομαι]], εξαφανίζομαι, σε Σοφ.· ομοίως, σε Παθ., <i>αὐτὸς φθίεται</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· [[ἤδη]] φθίσονται, σε Όμηρ.· [[συχνά]] με μτχ., [[φθίμενος]], πεθαμένος, [[νεκρός]], σε Όμηρ.· <i>φθίμενοι</i>, νεκροί, <i>φθιμένοισι μετείην</i>, σε Ομήρ. Οδ., σε Τραγ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., σε μέλ. φθίσω [ῑ], αόρ. αʹ <i>ἔφθῑσα</i>, κάνω να καταστραφεί ή να χαθεί, [[καταστρέφω]], [[αφανίζω]], σε Όμηρ.· [[άπαξ]], σε Αισχύλ. φθίσας [ῐ].
}}
{{elru
|elrutext='''φθίω:''' (ῑ; fut. φθίσω с ῑ и ῐ, aor. 1 ἔφθισα с ῑ и ῐ - эп. [[φθῖσα]], aor. 2 ἔφθιον, pf. ἔφθῐκα; pass.: aor. [[ἐφθίθην]] - эп. 3 л. pl. [[ἔφθιθεν]], pf. ἔφθῐμαι, ppf. ἐφθίμην)<br /><b class="num">1)</b> тж. med. кончаться, проходить: [[πρίν]] κεν καὶ νὺξ [[φθῖτο]] Hom. ночь кончится раньше (чем успею всех перечислить); ἡ [[νῦν]] φθιμένη [[νύξ]] Soph. только что минувшая ночь;<br /><b class="num">2)</b> преимущ. med.-pass. погибать, умирать (δόλῳ, ὑπὸ νούσῳ Hom.; νόσοις Soph.): πρός τινος [[φθίσθαι]] Eur. погибнуть от чьей-л. руки; οἱ φθίμενοι Hom., Trag., Xen. погибшие, убитые, мертвецы;<br /><b class="num">3)</b> губить, уничтожать (τινά Hom., Aesch., Soph.). - см. тж. [[φθίνω]].
}}
}}