Anonymous

κατάβλημα: Difference between revisions

From LSJ
nl
(19)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[κατάβλημα]]) [[καταβάλλω]]<br />[[κάθε]] [[πράγμα]] που καταβιβάζεται, [[παραπέτασμα]], [[αυλαία]] κ.ά.<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[επιχείρημα]]) η [[ανατροπή]], η [[κατάρρευση]] («πτῶμά τοι τὸ [[κατάβλημα]]», Δημόκρ.)<br /><b>2.</b> (για πλοία) [[παράρρυμα]], [[παραπέτασμα]] που χρησίμευε για [[απόκρουση]] βλημάτων<br /><b>3.</b> (για υφάσματα) η κροσσωτή [[παρυφή]], το [[κράσπεδο]], η [[ούγια]]<br /><b>4.</b> εξωτερικό [[περίβλημα]], [[περικάλυμμα]]<br /><b>5.</b> <b>επιγρ.</b> η [[πληρωμή]].
|mltxt=το (Α [[κατάβλημα]]) [[καταβάλλω]]<br />[[κάθε]] [[πράγμα]] που καταβιβάζεται, [[παραπέτασμα]], [[αυλαία]] κ.ά.<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[επιχείρημα]]) η [[ανατροπή]], η [[κατάρρευση]] («πτῶμά τοι τὸ [[κατάβλημα]]», Δημόκρ.)<br /><b>2.</b> (για πλοία) [[παράρρυμα]], [[παραπέτασμα]] που χρησίμευε για [[απόκρουση]] βλημάτων<br /><b>3.</b> (για υφάσματα) η κροσσωτή [[παρυφή]], το [[κράσπεδο]], η [[ούγια]]<br /><b>4.</b> εξωτερικό [[περίβλημα]], [[περικάλυμμα]]<br /><b>5.</b> <b>επιγρ.</b> η [[πληρωμή]].
}}
{{elnl
|elnltext=κατάβλημα -ατος, τό [καταβάλλω] verwerping:. πτῶμά τοι τὸ κατάβλημα de verwerping betekent je eigen val Democr. B 125. geneesk. verband, windsel.
}}
}}