Anonymous

ποδώκης: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ποδώκης:''' -ες ([[ὠκύς]]),·<br /><b class="num">1.</b> γρήγορος, [[ταχύς]] στα πόδια, [[γοργοπόδαρος]], λέγεται για τον Αχιλλέα, σε Ομήρ. Ιλ.· [[ποδώκης]] [[ἄνθρωπος]], σε Θουκ.· [[λαγώς]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, γρήγορος, [[ταχύς]], [[ὄμμα]], σε Αισχύλ.· [[θεῶν]] ποδώκεις, <i>βλάβαι</i>, σε Σοφ.
|lsmtext='''ποδώκης:''' -ες ([[ὠκύς]]),·<br /><b class="num">1.</b> γρήγορος, [[ταχύς]] στα πόδια, [[γοργοπόδαρος]], λέγεται για τον Αχιλλέα, σε Ομήρ. Ιλ.· [[ποδώκης]] [[ἄνθρωπος]], σε Θουκ.· [[λαγώς]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, γρήγορος, [[ταχύς]], [[ὄμμα]], σε Αισχύλ.· [[θεῶν]] ποδώκεις, <i>βλάβαι</i>, σε Σοφ.
}}
{{elnl
|elnltext=ποδώκης -ες [πούς, ὠκύς] snelvoetig, van pers. of dieren; uitbr. van zaken snel:. ποδῶκες ὄμμα zijn oog is snel Aeschl. Sept. 623.
}}
}}