Anonymous

κληρονομέω: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κληρονομέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[κληρονόμος]]),<br /><b class="num">I.</b> [[λαμβάνω]] [[μέρος]] από [[κληρονομιά]], [[κληρονομώ]] [[μερίδιο]] περιουσίας, με γεν., σε Δημ.· επίσης με αιτ. πράγμ., [[κληρονομώ]], σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> είμαι [[διάδοχος]] ή [[κληρονόμος]], <i>τινός</i>, κάποιου, στον ίδ.· επίσης με αιτ., [[διαδέχομαι]] κάποιον, σε Πλούτ., Ανθ.
|lsmtext='''κληρονομέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[κληρονόμος]]),<br /><b class="num">I.</b> [[λαμβάνω]] [[μέρος]] από [[κληρονομιά]], [[κληρονομώ]] [[μερίδιο]] περιουσίας, με γεν., σε Δημ.· επίσης με αιτ. πράγμ., [[κληρονομώ]], σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> είμαι [[διάδοχος]] ή [[κληρονόμος]], <i>τινός</i>, κάποιου, στον ίδ.· επίσης με αιτ., [[διαδέχομαι]] κάποιον, σε Πλούτ., Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''κληρονομέω:''' <b class="num">1)</b> получать по жребию, получать в удел, наследовать (τῶν χρημάτων Dem.; τῆς οὐσίας Isocr.; χώραν Polyb.; τὴν γῆν NT);<br /><b class="num">2)</b> быть наследником, наследовать: κ. τινος Luc. и τινα Plut. наследовать кому-л.; κ. τινά τινος Diod. унаследовать от кого-л. что-л.
}}
}}