Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπικατάγομαι: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
 
(2)
Line 1: Line 1:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπικατάγομαι:''' Παθ., [[έρχομαι]] προς την [[ξηρά]] μαζί με ή [[μετά]] από, σε Θουκ.
|lsmtext='''ἐπικατάγομαι:''' Παθ., [[έρχομαι]] προς την [[ξηρά]] μαζί με ή [[μετά]] από, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπικατάγομαι:''' (вслед за кем-л. или после чего-л.) причаливать, приставать к берегу, прибывать (οἱ μὲν Ἀθηναῖοι ἀπὸ τῆς Μιλήτου ἀνέστησαν …, οἱ δὲ Πελοποννήσιοι ἐπικατάγονται Thuc.).
}}
}}