Anonymous

εὔσημος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔσημος:''' -ον ([[σῆμα]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει [[καλά]] σημάδια ή οιωνούς, [[ευοίωνος]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> αυτός που γίνεται εύκολα [[αναγνωρίσιμος]] από σημάδια ή οιωνούς, [[ευδιάγνωστος]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που δεν έχει [[πρόβλημα]] στην [[κατανόηση]], [[εύληπτος]], [[ευδιάκριτος]], [[ευκρινής]], [[ξεκάθαρος]], [[σαφής]], σε Σοφ.
|lsmtext='''εὔσημος:''' -ον ([[σῆμα]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει [[καλά]] σημάδια ή οιωνούς, [[ευοίωνος]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> αυτός που γίνεται εύκολα [[αναγνωρίσιμος]] από σημάδια ή οιωνούς, [[ευδιάγνωστος]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που δεν έχει [[πρόβλημα]] στην [[κατανόηση]], [[εύληπτος]], [[ευδιάκριτος]], [[ευκρινής]], [[ξεκάθαρος]], [[σαφής]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὔσημος:''' <b class="num">1)</b> служащий хорошим предзнаменованием ([[φάσμα]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> явственный, ясный, отчетливый (βοαί Soph.; [[περιγραφή]] Polyb.; [[χρηστῶν]] καὶ πονηρῶν [[διάκρισις]] Plut.); μὴ εὔσημον λόγον [[διδόναι]] NT произносить невразумительные речи;<br /><b class="num">3)</b> хорошо видимый, заметный (τὸ [[πλοῖον]] Aesch.): καπνῷ ἁλοῦσα εὔ. [[πόλις]] Aesch. по дыму (пожаров) видно, что город взят.
}}
}}