Anonymous

ἀπομιμνῄσκομαι: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπομιμνῄσκομαι:''' μέλ. -[[μνήσομαι]], αόρ. αʹ <i>-εμνησάμην</i>· αποθ.· [[θυμάμαι]] πλήρως· [[χάριν]] ἀναμιμνῄσκομαι, [[αναγνωρίζω]] την [[ευεργεσία]] που μου έχει γίνει, [[ανταποδίδω]] αυτή τη [[χάρη]], [[αισθάνομαι]] [[ευγνώμων]], σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ.
|lsmtext='''ἀπομιμνῄσκομαι:''' μέλ. -[[μνήσομαι]], αόρ. αʹ <i>-εμνησάμην</i>· αποθ.· [[θυμάμαι]] πλήρως· [[χάριν]] ἀναμιμνῄσκομαι, [[αναγνωρίζω]] την [[ευεργεσία]] που μου έχει γίνει, [[ανταποδίδω]] αυτή τη [[χάρη]], [[αισθάνομαι]] [[ευγνώμων]], σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπομιμνῄσκομαι:''' (aor. ἀπέμνησα)<br /><b class="num">1)</b> хранить в памяти, помнить: ἀπομνήσεσθαι [[χάριν]] τινός Hes. отблагодарить за что-л., τινί Thuc. кого-л.;<br /><b class="num">2)</b> быть благодарным, (aor.) отблагодарить (τινι Hom.).
}}
}}