Anonymous

δωροφορέω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δωροφορέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[κουβαλώ]], [[φέρνω]] δώρα, <i>τινί</i>, σε Πλάτ.· [[προσφέρω]] ως [[δώρο]] ή [[δωροδοκώ]], <i>τί τινι</i>, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''δωροφορέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[κουβαλώ]], [[φέρνω]] δώρα, <i>τινί</i>, σε Πλάτ.· [[προσφέρω]] ως [[δώρο]] ή [[δωροδοκώ]], <i>τί τινι</i>, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''δωροφορέω:''' <b class="num">1)</b> приносить дары (τινι Plat.);<br /><b class="num">2)</b> приносить в дар, дарить (τινί τι Arph., Plat., Polyb.).
}}
}}