Anonymous

πολύκερως: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολύκερως:''' -ωτος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[πολλά]] κέρατα, [[πολύκερως]] [[φόνος]], [[σφαγέας]] πολλών κερασφόρων βοοειδών, σε Σοφ.
|lsmtext='''πολύκερως:''' -ωτος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[πολλά]] κέρατα, [[πολύκερως]] [[φόνος]], [[σφαγέας]] πολλών κερασφόρων βοοειδών, σε Σοφ.
}}
{{elnl
|elnltext=πολύκερως -ωτος [πολύς, κέρας] met veel horens:. ἔκειρε πολύκερων φόνον hij richtte een slachting aan onder het hoornvee Soph. Ai. 55.
}}
}}