3,270,341
edits
(6) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σηκάζω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[σηκός]]), [[εγκλείω]] σε περιφραγμένο χώρο, σε [[μαντρί]], [[μαντρώνω]] — Παθ., [[σήκασθεν]] (αντί <i>ἐσηκάσθησαν</i>) κατὰ [[Ἴλιον]], εγκλωβίστηκαν στο [[Ίλιον]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἐν αὐλίῳ σηκασθέντες</i>, σε Ξεν. | |lsmtext='''σηκάζω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[σηκός]]), [[εγκλείω]] σε περιφραγμένο χώρο, σε [[μαντρί]], [[μαντρώνω]] — Παθ., [[σήκασθεν]] (αντί <i>ἐσηκάσθησαν</i>) κατὰ [[Ἴλιον]], εγκλωβίστηκαν στο [[Ίλιον]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἐν αὐλίῳ σηκασθέντες</i>, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σηκάζω [σηκός] poët. aor. pass. 3 plur. σήκασθεν, opsluiten (binnen een omheining). | |||
}} | }} |