Anonymous

σηκάζω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σηκάζω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[σηκός]]), [[εγκλείω]] σε περιφραγμένο χώρο, σε [[μαντρί]], [[μαντρώνω]] — Παθ., [[σήκασθεν]] (αντί <i>ἐσηκάσθησαν</i>) κατὰ [[Ἴλιον]], εγκλωβίστηκαν στο [[Ίλιον]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἐν αὐλίῳ σηκασθέντες</i>, σε Ξεν.
|lsmtext='''σηκάζω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[σηκός]]), [[εγκλείω]] σε περιφραγμένο χώρο, σε [[μαντρί]], [[μαντρώνω]] — Παθ., [[σήκασθεν]] (αντί <i>ἐσηκάσθησαν</i>) κατὰ [[Ἴλιον]], εγκλωβίστηκαν στο [[Ίλιον]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἐν αὐλίῳ σηκασθέντες</i>, σε Ξεν.
}}
{{elnl
|elnltext=σηκάζω [σηκός] poët. aor. pass. 3 plur. σήκασθεν, opsluiten (binnen een omheining).
}}
}}