Anonymous

παραπλήρωμα: Difference between revisions

From LSJ
3b
(31)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, ΝΑ [[παραπληρώ]]<br />συμπληρωματική [[προσθήκη]], [[συμπλήρωμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γωνία]] η οποία όταν προστεθεί σε [[άλλη]] αποτελεί [[μαζί]] της [[άθροισμα]] δύο ορθών γωνιών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πλεόνασμα]], [[παραγέμισμα]] («ὀνομάτων [[παραπλήρωμα]]» — λέξεις ή φράσεις οι οποίες υπάρχουν πλεοναστικά ως καλολογικά στοιχεία ή [[χάριν]] του μέτρου, Διον. Αλ.)<br /><b>2.</b> [[χορτασμός]].
|mltxt=το, ΝΑ [[παραπληρώ]]<br />συμπληρωματική [[προσθήκη]], [[συμπλήρωμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γωνία]] η οποία όταν προστεθεί σε [[άλλη]] αποτελεί [[μαζί]] της [[άθροισμα]] δύο ορθών γωνιών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πλεόνασμα]], [[παραγέμισμα]] («ὀνομάτων [[παραπλήρωμα]]» — λέξεις ή φράσεις οι οποίες υπάρχουν πλεοναστικά ως καλολογικά στοιχεία ή [[χάριν]] του μέτρου, Διον. Αλ.)<br /><b>2.</b> [[χορτασμός]].
}}
{{elru
|elrutext='''παραπλήρωμα:''' ατος τό рит.-грам. добавочное слово или выражение (вставляемое из чисто стилистических соображений).
}}
}}