3,273,021
edits
(33) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[πορευτικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[πορεύω]]<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να πορεύεται, να βαδίζει («τὰ δὲ πορευτικά, [[οἷον]] τὸ τῶν καρκίνων [[γένος]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[πορεία]], [[οδοιπορικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «πορευτικά κύτταρα»<br /><b>ανατ.</b> [[ονομασία]] τών [[λευκών]] αιμοσφαιρίων τα οποία απαντούν στον συνδετικό ιστό υπό διάφορες μορφές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πλοία) αυτά που συνοδεύουν τα πλοία που μεταφέρουν σίτο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[πορευτικός]] [[στόλος]]» — ναυτική [[δύναμη]]. | |mltxt=-ή, -ό / [[πορευτικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[πορεύω]]<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να πορεύεται, να βαδίζει («τὰ δὲ πορευτικά, [[οἷον]] τὸ τῶν καρκίνων [[γένος]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[πορεία]], [[οδοιπορικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «πορευτικά κύτταρα»<br /><b>ανατ.</b> [[ονομασία]] τών [[λευκών]] αιμοσφαιρίων τα οποία απαντούν στον συνδετικό ιστό υπό διάφορες μορφές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πλοία) αυτά που συνοδεύουν τα πλοία που μεταφέρουν σίτο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[πορευτικός]] [[στόλος]]» — ναυτική [[δύναμη]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πορευτικός:''' <b class="num">1)</b> способный передвигаться по земле (ζῷα Arst.);<br /><b class="num">2)</b> касающийся хождения: ἡ πορευτικὴ [[κίνησις]] Arst. хождение;<br /><b class="num">3)</b> воен. касающийся перехода, походный, маршевый (διαστήματα Polyb.). | |||
}} | }} |