Anonymous

λοβός: Difference between revisions

From LSJ
437 bytes added ,  31 December 2018
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λοβός:''' -οῦ, ὁ ([[λέπω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[λοβός]], το κατώτερο [[μέρος]] του αυτιού, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[λοβός]] του συκωτιού, σε Αισχύλ., Ευρ.· γενικά, [[συκώτι]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''λοβός:''' -οῦ, ὁ ([[λέπω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[λοβός]], το κατώτερο [[μέρος]] του αυτιού, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[λοβός]] του συκωτιού, σε Αισχύλ., Ευρ.· γενικά, [[συκώτι]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''λοβός:''' ὁ<b class="num">1)</b> ушная мочка Hom., HH, Arst. etc.;<br /><b class="num">2)</b> доля печени Arst.: λ. οὐ προσῆν σπλάγχνοις Eur. среди внутренностей (жертвенного животного) не оказалось доли печени (дурное предзнаменование);<br /><b class="num">3)</b> печень Aesch.
}}
}}