Anonymous

περιπτωτικός: Difference between revisions

From LSJ
3b
(32)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[περιπίπτω]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[περίπτωση]]<br /><b>2.</b> αυτός που συμβαίνει [[κατά]] [[τύχη]], [[τυχαίος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>περιπτωτικῶς</i> Α<br /><b>1.</b> με περιπτωτικό τρόπο, σε [[εξάρτηση]] από τυχαίο [[γεγονός]]<br /><b>2.</b> τυχαία.
|mltxt=-ή, -όν, Α [[περιπίπτω]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[περίπτωση]]<br /><b>2.</b> αυτός που συμβαίνει [[κατά]] [[τύχη]], [[τυχαίος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>περιπτωτικῶς</i> Α<br /><b>1.</b> με περιπτωτικό τρόπο, σε [[εξάρτηση]] από τυχαίο [[γεγονός]]<br /><b>2.</b> τυχαία.
}}
{{elru
|elrutext='''περιπτωτικός:''' досл. падающий, перен. попадающий (τινι Plut.): π. [[ἐνάργεια]] Sext. бросающаяся в глаза очевидность.
}}
}}